τυχοδιωκτικός

τυχοδιωκτικός
και τυχοδιωχτικός, -ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυχοδιώκτη (α. «τυχοδιωκτικό πνεύμα» β. «τυχοδιωκτικός πόλεμος).
επίρρ...
τυχοδιωκτικώς και τυχοδιωκτικά
με τυχοδιωκτισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυχοδιώκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τυχοδιωκτικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στον τυχοδιώκτη ή στον τυχοδιωκτισμό (βλ. λλ.): Τυχοδιωκτική νοοτροπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βιλεαρδουίνος ή Βιλαρδουίνος — (Villehardouin).Εξελληνισμένο επώνυμο Γάλλων πριγκίπων, ηγεμόνων της Πελοποννήσου (1210 78), επί φραγκοκρατίας. 1. Ζοφρουά (Γοδεφρείδος) ντε Βιλαρντουέν (Geoffroi deVillehardouin, Τρουά 1160; – Μακεδονία 1213;). Γάλλος συγγραφέας, ιστορικός και… …   Dictionary of Greek

  • Γερακάρης, Λιβέριος ή Λιμπεράκης — (1645; – 1697). Μπέης της Μάνης. Νεαρός ακόμα, ύστερα από αιματηρές οικογενειακές έριδες, στράφηκε προς την πειρατεία και έγινε γρήγορα ο φόβος και ο τρόμος των πλοίων και των παραλίων της Μεσογείου, έως ότου πιάστηκε από τους Τούρκους και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”