- τυχοδιωκτικός
- και τυχοδιωχτικός, -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυχοδιώκτη (α. «τυχοδιωκτικό πνεύμα» β. «τυχοδιωκτικός πόλεμος).επίρρ...τυχοδιωκτικώς και τυχοδιωκτικάμε τυχοδιωκτισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < τυχοδιώκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη].
Dictionary of Greek. 2013.